- καμπυλοσαλπιστής
- καμπῠλοσαλπιστής, οῦ, ὁ,A horn-blower, = Lat. cornicen, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπυλοσαλπιστής — καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας*, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)] … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek